- εκρωσίζω
- 1. κάνω κάποιον Ρώσο ή να αποδεχθεί τη ρωσική εθνικότητα ή τα ρωσικά ήθη2. μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό3. (για λέξεις) ακολουθώ ή ρυθμίζω κατά το τυπικό τής ρωσικής γλώσσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκρωσίζω — εκρώσισα, εκρωσίστηκα, εκρωσισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρώσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκρωσισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω … Dictionary of Greek